Διάγνωση ιλίγγου-παθήσεων λαβυρίνθου


Η επίσκεψη σε αρμόδιο ΩΡΛ ιατρό είναι απαραίτητη για τη διενέργεια των απαραίτητων εξετάσεων και τον προσδιορισμό των αιτίων των συμπτωμάτων ώστε να δοθεί η κατάλληλη φαρμακευτική αγωγή, δίαιτα ή άλλες οδηγίες.

Κλινική εξέταση-ΙΛΙΓΓΟΣ

 Η κλινική εξέταση αποσκοπεί στον έλεγχο του περιφερικού και κεντρικού αιθουσαίου συστήματος  και του καρδιαγγειακού συστήματος.
Οι ειδικές εξετάσεις για τον έλεγχο της ισορροπίας περιλαμβάνουν:
Δοκιμασία Romberg. Είναι χρήσιμη στην οξεία μονόπλευρη αιθουσαία διαταραχή – παρέκκλιση στην πάσχουσα πλευρά. Δεν είναι όμως ειδική στις χρόνιες μονόπλευρες διαταραχές.
Εκτίμηση των βασικών οφθαλμικών κινήσεων, όπως ο αυτόματος  αιθουσαίος και οπτοκινητικός νυσταγμός και οι  σακκαδικές κινήσεις. Ο έλεγχος του νυσταγμού πραγματοποιείται σήμερα με τη βιντεονυσταγμογραφία, η οποία είναι πιο απλή στην εφαρμογή της από την ηλεκτρονυσταγμογραφία.
Θερμοί – Ψυχροί διακλυσμοί των λαβυρίνθων, επιτυγχάνουν  το μονόπλευρο ερεθισμό του οριζόντιου ημικυκλίου σωλήνα. Με αυτούς ελέγχουμε την περιφερική αιθουσαία βλάβη – (αιθουσαία πάρεση). Οι βλάβες της παρεγκεφαλίδας προκαλούν αμφίπλευρη αύξηση της αιθουσαίας αντίδρασης.

Έλεγχος για ίλιγγο θέσεως (μέθοδος Dix – Hallpike ή δυναμική δοκιμασία θέσεως). Είναι ιδιαιτέρως χρήσιμη  στον  καλοήθη παροξυσμικό ίλιγγο θέσεως, ενώ με τη στατική δοκιμασία θέσεως ελέγχουμε εάν η αλλαγή θέσεως της κεφαλής προκαλεί νυσταγμό ή αλλοιώνει τον προϋπάρχονται. Η στατική δοκιμασία  δείχνει την ύπαρξη οργανικής βλάβης, αλλά δεν μπορεί να διακρίνει αν αυτή είναι  κεντρική ή περιφερική.
Δοκιμασία περιστροφής. Ερεθίζει και τους δύο ημικύκλιους σωλήνες, σε αντίθεση με το διακλυσμό. Με τη δοκιμασία αυτή ελέγχουμε τη λειτουργία του εγκεφαλικού στελέχους.
Φυσιολογική απάντηση θεωρείται όταν έχουμε βραδεία φάση, αντίθετη προς την κίνηση και γρήγορη σακκαδική προς τη φορά κίνησης.
Ισοροπομετρία. Η εξέταση αυτή  δίνει σημαντικές πληροφορίες για τη λειτουργία του ιδιοδεκτικού συστήματος  και των λαβυρίνθων.
Έλεγχος για ύπαρξη περιλεμφικού συριγγίου με πνευματικό ωτοσκόπιο (δοκιμασία Henebert). Επί υπάρξεως συριγγίου παρατηρείται νυσταγμός προς την πάσχουσα πλευρά. Η δοκιμασία Hennebert έχει ευαισθησία 25%.Επίσης υπάρχει και η δοκιμασία στροφής με ευαισθησία 90% κατά την οποία ο ασθενής περπατά σε ευθεία γραμμή με τα μάτια κλειστά και εν συνεχεία εκτελεί στροφή 180 μοιρών προς τα δεξιά ή αριστερά. Εάν υπάρχει συρίγγιο ο ασθενής θα χάσει την ισορροπία του προς την πλευρά της βλάβης.
Πλήρης ακοολογικός έλεγχος. Δεν νοείται μελέτη του ιλίγγου χωρίς έλεγχο της κοχλιακής λειτουργίας . Έτσι π.χ. επί περιφερικής βλάβης, λόγω της στενής ανατομικής σχέσεως προσθίου – οπισθίου λαβυρίνθου  και του κοχλιακού και αιθουσαίου νεύρου, μπορεί να συνυπάρχει  νευροαισθητήριος βαρηκοΐα. Ενώ επί κεντρικής βλάβης δεν παρατηρείται βαρηκοΐα. Ο ακοολογικός έλεγχος βοηθά επίσης στη διαφοροδιάγνωση μεταξύ κοχλιακής και οπισθοκοχλιακής βλάβης, όπως π.χ. μεταξύ νόσου του Meniere και ακουστικού νευρινώματος.
Δεν πρέπει να παραμελείται επίσης ο έλεγχος του συντονισμού με τη δοκιμασία δάκτυλο – μύτη και της αδιαδοχοκινησίας καθώς και ο έλεγχος των εγκεφαλικών συζυγιών, όπως του τριδύμου, κοινού κινητικού προσωπικού, γλωσσοφαρυγγικού, υπογλωσίου παραπληρωματικού, πνευμονογαστρικού.

Πρέπει να διερευνηθεί αν η ζάλη οφείλεται ή όχι στο λαβύρινθο με την υπερσύγχρονη συσκευή βιντεονυσταγμογράφου HOMOTH  για διαγνωστικό έλεγχο παθήσεων του λαβυρίνθου (ζάλη-ίλιγγος-δαταραχές ισορροπίας). Η εξέταση διαρκεί περίου 30 λεπτά και ενδέχεται να προκαλέσει μια ελαφρά ζάλη στον εξεταζόμενο, η οποία όμως είναι εντελώς παροδική και αποδράμει μετά από ολίγα λεπτά . Ο ασθενής ξαπλώνει στην εξεταστική καρέκλα με μια κλίση στις 30 μοίρες. Εν συνεχεία, γίνεται ερεθισμός του λαβυρίνθου με κρύο και ζεστό αέρα εναλλάξ, ενώ ο ασθενής είναι ξαπλωμένος στην καρέκλα και φοράει τα ειδικά γυαλιά-κάμερα (Frenzel) που είναι συνδεδεμένα με τον υπολογιστή. Σε λιγότερο από μισή ώρα υπάχει αυτόματη διάγνωση εάν πάσχει και ποιος λαβύρινθος καθώς και ποσοστό υπαισθησίας του πάσχοντος λαβυρίνθου.

Ο ασθενής με επιμένοντα ίλιγγο  θα πρέπει να υποβληθεί σε   CT ή και σε MRI . Μπορεί να χρειαστεί επίσης η διενέργεια εκλεκτικής αγγειογραφίας, όπως στη σπονδυλοβασική ανεπάρκεια ή στο σύνδρομο υποκλοπής της υποκλειδίου αρτηρίας ή στη θρόμβωση της καρωτίδος. Πολύτιμες πληροφορίες μπορούμε να έχουμε και από την ακρόαση των καρωτίδων, όπου σε περίπτωση στενώσεως γίνεται αντιληπτό φύσημα. Επίσης θα πρέπει να δοκιμαστεί και η περιστροφή του αυχένος, για να ελεγχθεί η πιθανότητα συμπίεσης της σπονδυλικής αρτηρίας από μετατόπιση σπονδύλων. Πολύ σημαντικός είναι επίσης και ο αιματολογικός έλεγχος για πιθανή συστηματική λοιμώδη, αυτοάνοσο νόσο καθώς και για τον έλεγχο της ρεολογικότητος του αίματος.